σιτοειδής

σιτοειδής
[ситоидис] εκ. злаковый.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "σιτοειδής" в других словарях:

  • σιτοειδής — ές, Ν 1. αυτός που μοιάζει με σιτάρι 2. το ουδ. ως ουσ. το σιτοειδές παλαιότερη ονομασία τού φυτού κέγχρος, το κεχρί 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σιτοειδή παλαιότερη ονομασία τών αγρωστωδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίτος + ειδής*. Η λ. μαρτυρείται από το… …   Dictionary of Greek

  • σιτώδης — ες / σιτώδης, ῶδες, ΝΑ [σῑτος] όμοιος με σιτάρι, σιτοειδής αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σιτώδη τα σιτηρά …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»